- αρτίστας
- οθηλ. -ίστα (λ. ιταλ.), ηθοποιός, καλλιτέχνης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αρτίστας — ο (θηλ., αρτίστα, η) 1. ο καλλιτέχνης (κυρίως του ελαφρού ή του μουσικού θεάτρου) 2. θηλ. αρτίστα (Ευφημ.) γυναίκα ελευθερίων ηθών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά του ιταλ. artista «καλλιτέχνης»] … Dictionary of Greek
-ίστας — αντιδάνεια κατάλ., πρβλ. ιταλ. ista (< λατ. ista < αρχ. ελλ. ιστής). Οι περισσότερες ελλ. λ. σε ίστας είναι μεταφορές στην ελλ. ξένων όρων (πρβλ. κατωτέρω). Εν τούτοις η κατάλ. εντάχθηκε απόλυτα στο νεοελλ. κλιτικό σύστημα, τόσο ώστε τα… … Dictionary of Greek
καρτέλο — το 1. (για πόρνη) η καταγραμμένη από την αστυνομία 2. φρ. «αρτίστας ντι καρτέλο» ο μεγάλος καλλιτέχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cartello] … Dictionary of Greek